σαρκοφάγο

σαρκοφάγο
carnassier

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • νυφίτσα — Σαρκοφάγο (Mustela nivalis) της μεγάλης οικογένειας των Μουστελιδών. Έχει σώμα ευλύγιστο, μήκους 20 30 εκ., που καλύπτεται όλο τον χρόνο από τρίχωμα κοντό και απαλό, ξανθό στη ράχη και λευκωπό στην κοιλιά, όμοιο με τον καλοκαιρινό μανδύα της… …   Dictionary of Greek

  • αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… …   Dictionary of Greek

  • κογιότ — Σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των κυνιδών, που ζει στις δυτικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής· η επιστημονική του ονομασία είναι σκύλος ή λύκος των λιβαδιών (Canis latrans). Το σώμα του –μήκους περίπου 90 εκ. χωρίς την ουρά και ύψους στο ακρώμιο… …   Dictionary of Greek

  • μανούλ — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Felis ή Otocolobus manul. Πρόκειται για έναν άγριο γάτο ο οποίος έχει περίπου τις διαστάσεις μιας μεγάλης κατοικίδιας γάτας (μήκος σώματος 50 60 εκ. χωρίς την …   Dictionary of Greek

  • βίδρα — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών ή ικτιδιδών. Το σώμα της, που απολήγει σε μια δυνατή κωνική ουρά, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1,5 μ. και βάρος τα 12 κιλά. Τα κοντά της πόδια έχουν πέντε δάχτυλα, ενωμένα κατά τα τρία τέταρτα… …   Dictionary of Greek

  • ζιμπελίνα — Σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών, της τάξης των σχιστοπόδων. Μεγάλος αριθμός των ζ., μήκους περίπου 65 εκ. (το 1/3 καταλαμβάνει μόνο η ουρά), ζούσε τον 19ο αι. στα δάση της Σιβηρίας τρώγοντας μικρά ζώα και φρούτα. Το αδιάκοπο όμως… …   Dictionary of Greek

  • λουτρεόλη — Σαρκοφάγο θηλαστικό, που το κυνηγούν για τη γούνα του. Βλ. λ. βιζόν …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Προκύων ο πλύντης — (Procyon lotor). Θηλαστικό της οικογένειας των προκυνιδών ή προκυονιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο δεύτερος όρος του ονόματός του οφείλεται στην ιδιόρρυθμη συνήθεια του ζώου να πλένει την τροφή πριν την φέρει στο στόμα· λόγω της συνήθειάς του… …   Dictionary of Greek

  • θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”